- Μηδοκτόνος
- Μηδο-κτόνος, Meder tötend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηδοκτόνος — μηδοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει Μήδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
Μηδοκτόνε — Μηδοκτόνος Mede slaying masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοκτόνε — Μηδοκτόνος Mede slaying masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek